- προσπράσσω
- και αττ. τ. προσπράττω Α1. (το ενεργ. και το μέσ.) εισπράττω ή απαιτώ κάτι ακόμη2. παθ. προσπράττομαι(για χρήματα) εισπράττομαι με τη βία από κάποιον («καὶ προσεπράσσοντο χρήματα», Δίων Κάσσ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσπράττωσι — προσπράσσω exact pres subj act 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)